Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
γουβώνω — βλ. γουβιάζω … Dictionary of Greek
γουβώνω — γούβωσα, γουβώθηκα, γουβωμένος, γουβιάζω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
γουβιάζω — και γουβώνω [γούβα] 1. κοιλαίνω 2. κοιλαίνομαι … Dictionary of Greek